Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Αρχής για το 2023, 1 στα 4 παιδιά στην Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκονταν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, παραμένοντας σταθερά σε υψηλά επίπεδα σε σχέση με τα δεδομένα για το έτος 2022. Η Ελλάδα κατατάσσεται πλέον στην 4η θέση στην ΕΕ όσον αφορά τον κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, με το 26% του συνολικού πληθυσμού της να επηρεάζεται από αυτούς τους παράγοντες (EUROSTAT 2024). Σε αυτά τα ήδη ανησυχητικά δεδομένα για την ελληνική πραγματικότητα που απορρέουν από τη μακροχρόνια κοινωνικο-οικονομική κρίση και την εμφάνιση της πανδημίας COVID-19, έρχονται να προστεθούν οι συνέπειες των πολέμων με το νέο πληθωριστικό ρεύμα, καθώς και τα θέματα ενεργειακής εξάρτησης τα οποία αναμένεται να επηρεάσουν όχι μόνο περισσότερες οικογένειες, αλλά και περισσότερες κοινωνικές τάξεις.
Τα αυξημένα ποσοστά φτώχειας δυσκολεύουν σημαντικά την πρόσβαση σε επαρκή, υγιεινή και ποιοτική τροφή. Πράγματι, η επισιτιστική ανασφάλεια στην Ελλάδα παρουσιάζει σταθερά ανοδική πορεία την τελευταία δεκαετία. Συγκεκριμένα, το 2023 σύμφωνα με στοιχεία από την Ελληνική και Ευρωπαϊκή Στατιστική Αρχή, η χώρα μας βρίσκεται στην 6η θέση μεταξύ των χωρών με τα υψηλότερα ποσοστά επισιτιστικής ανασφάλειας, ενώ το 2010 ήταν 15η στη σειρά κατάταξης (ELSTAT 2023). Επιπλέον, όπως προέκυψε από τα αποτελέσματα του προγράμματος ΔΙΑΤΡΟΦΗ κατά την έναρξη του σχολικού έτους 2022-2023 το 26,5% των οικογενειών αντιμετώπιζε επισιτιστική ανασφάλεια ενώ το 9,8% βίωνε την πιο σοβαρή μορφή επισιτιστική ανασφάλειας.
Οι δυσμενείς οικονομικές συνθήκες οδηγούν και σε λανθασμένες διατροφικές επιλογές και συνήθειες, με συνέπεια την αύξηση του σωματικού βάρους και την περαιτέρω επιβάρυνση της υγείας των παιδιών και των εφήβων (World Bank, 2020). Η τελευταία έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας καταδεικνύει το πρόβλημα της παιδικής παχυσαρκίας στην Ευρώπη. Συγκεκριμένα, περισσότερα από 4 εκατομμύρια παιδιά <5 ετών και περίπου ένα στα τρία παιδιά ηλικίας 5-9 ετών είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα (WHO 2022). Η Ελλάδα κατέχει από τα υψηλότερα ποσοστά παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας στην ΕΕ., και βρίσκεται στις πρώτες θέσεις παγκοσμίως (OECD, 2019). Πιο συγκεκριμένα, η υπερβαρότητα και η παχυσαρκία στη χώρα μας αγγίζει σχεδόν τα μισά αγόρια (41,4%) και το 33,8% των κοριτσιών 5-19 ετών (OECD, 2019), ενώ, αξίζει να αναφερθεί, πως τα ποσοστά αυξάνονται για τα παιδιά που διαβιούν σε κοινωνικο-οικονομικά ευπαθείς και αγροτικές περιοχές.
Συνεπώς, η πρόληψη και η αντιμετώπιση της επισιτιστικής ανασφάλειας των παιδιών και της παιδικής παχυσαρκίας μέσω πολιτικών και παρεμβάσεων, ιδιαίτερα σε ομάδες υψηλού κινδύνου, θα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα, με σκοπό τη μείωση των ανισοτήτων στην υγεία, την προαγωγή της υγείας και της ποιότητας ζωής των παιδιών, αλλά και τη μείωση των δαπανών των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης.
Η λήψη κατάλληλων μέτρων υποστήριξης των νοικοκυριών σε περιόδους κρίσης είναι υψίστης σημασίας, όπως επισημαίνεται και στην έκθεση «Η κατάσταση της επισιτιστικής ασφάλειας και διατροφής στον κόσμο (The State of Food Security and Nutrition in the World)» (FAO, IFAD, UNICEF, WFP, WHO, 2020). Την τρέχουσα περίοδο, με τη ραγδαία αύξηση τιμών σε βασικά προϊόντα της καθημερινής μας διατροφής, η προσφορά γευμάτων υψηλής θρεπτικής αξίας, ποιότητας και ασφάλειας κρίνεται απαραίτητη.
Τα αποτελέσματα που έχουν καταγραφεί στο πλαίσιο της πολυετούς υλοποίησης του Προγράμματος ΔΙΑΤΡΟΦΗ δείχνουν πως το Πρόγραμμα συμβάλλει σημαντικά στη μείωση της επισιτιστικής ανασφάλειας. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα διαθέσιμα δεδομένα, μέσω της υλοποίησης του Προγράμματος ΔΙΑΤΡΟΦΗ, το διάστημα 2013-2023, το 21% των οικογενειών που βίωναν επισιτιστική ανασφάλεια κατά την έναρξη του Προγράμματος σταμάτησαν να τη βιώνουν μετά τη συμμετοχή τους σε αυτό. Ιδιαιτέρως σημαντική ήταν και η συμβολή του Προγράμματος στην αντιμετώπιση της πλέον σοβαρής μορφής επισιτιστικής ανασφάλειας (αίσθημα πείνας) στο 34% των συμμετεχόντων οικογενειών. Επιπλέον, έως και το 40,4% των μαθητών που κατά την έναρξη του Προγράμματος δεν είχαν φυσιολογικό βάρος (μαθητές με δείκτη μάζα σώματος στη ζώνη του υπέρβαρου, παχύσαρκου ή ελλιποβαρούς) απέκτησαν φυσιολογικό βάρος στη λήξη, ενώ συνολικά, έως και το 52,7% των μαθητών αύξησε την εβδομαδιαία κατανάλωση προϊόντων ολικής άλεσης, το 57,2% την εβδομαδιαία κατανάλωση λαχανικών, το 59,0% την εβδομαδιαία κατανάλωση φρούτων και το 67,1% των μαθητών την εβδομαδιαία κατανάλωση γαλακτοκομικών.
Με βάση τα παραπάνω, κρίνεται απαραίτητη η συνέχιση και η επέκταση του Προγράμματος ΔΙΑΤΡΟΦΗ για το σχολικό έτος 2024-2025, προκειμένου να στηριχτούν έμπρακτα οι μαθητές/τριες και οι οικογένειές τους, ιδιαίτερα σε αυτήν τη δυσμενή περίοδο που διανύουμε, αλλά και επειδή πρόκειται για ένα έργο που συμβάλλει ουσιαστικά στην αλλαγή των διατροφικών συνηθειών και στη μείωση της επισιτιστικής ανασφάλειας. Η ενίσχυση της πρόσβασης των μαθητών σε υγιεινά και ισορροπημένα γεύματα συμβάλλει όχι μόνο στη βελτίωση της υγείας τους, αλλά και στη διαμόρφωση θετικών διατροφικών προτύπων που μπορούν να παραμείνουν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Ταυτόχρονα, η προώθηση της Μεσογειακής διατροφής μέσω τέτοιων παρεμβάσεων είναι ζωτικής σημασίας για τη μείωση της παιδικής παχυσαρκίας, η οποία παραμένει σοβαρό πρόβλημα στην Ελλάδα. Η καταπολέμηση της επισιτιστικής ανασφάλειας απαιτεί διαρκείς και συντονισμένες δράσεις για τη βελτίωση της διατροφής των ευάλωτων πληθυσμών και τη μείωση των κοινωνικο-οικονομικών ανισοτήτων.
Παχυσαρκία
Η Ελλάδα κατέχει το υψηλότερο ποσοστό παιδικής παχυσαρκίας στην Ε.Ε. και βρίσκεται στις πρώτες θέσεις παγκοσμίως (OECD 2019). Σχεδόν τα μισά αγόρια (41,4%) και το 33,8% των κοριτσιών 5-19 ετών είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα (OECD 2019).